Ο Ιουδαιοχριστιανισμός και η Ελληνικότητα του Μηνύματος του Χριστού

Ακολουθεί εδώ το κεφάλαιο 14 από το βιβλίο του κου Γ. Κλειδαρά με τίτλο «Αποκάλυψη Μελχισεδέκ». (Το βιβλίο κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις Πύρινος Κόσμος).

23 Ιουδαιοχριστιανισμός και Ελληνικότητα

Ο Εσωτερικός Χριστιανισμός Αποκαλύπτει τον Εξωτερικό

Όλα ξεκινούν να κατανοούνται εις βάθος, όταν μέσα στην συνείδηση ολοκληρωθεί η επίγνωση της συνύπαρξης υλικών και πνευματικών ανθρώπων τους οποίους ο Χριστός αναφέρει πολύ συχνά στην Διδασκαλία Του. Είναι γεγονός, ότι η υλική συνείδηση που κυριαρχεί στην σύγχρονη ανθρωπότητα, περιορίζει ή καταπατά τα δικαιώματα της πνευματικής συνείδησης. Αυτή, κατανοεί και βλέπει την υλική συνείδηση όχι ως εχθρό, αλλά ως εξελικτικό σκαλοπάτι, όπως και το γεγονός ότι η ύλη δεν είναι διάφορη του πνεύματος, αλλά αποτελεί εκδήλωσή του.

Καλύτερο παράδειγμα από την επιβολή του Ιουδαιοχριστιανισμού δεν υπάρχει για όλα τα παραπάνω. Στη Παλαιά και Καινή Διαθήκη διακρίνουμε δύο διαφορετικούς θεούς, στα Ευαγγέλια και τις Επιστολές των Αποστόλων διακρίνουμε επίσης δύο Χριστούς των οποίων οι διδασκαλίες διαφέρουν ριζικά. Η μία συντάσσεται με τις αρχές και τους νόμους του φυλετικού θεού Γιαχβέ των Εβραίων της Παλαιάς Διαθήκης και η άλλη με το «Αγαπάτε Αλλήλους» του Πατέρα και Θεού όλων των ανθρώπων όπως μαρτυρεί ο  Ιησούς Χριστός. Ό,τι λέει, είναι το Θέλημα του Πατέρα Του, ο δικός Του Λόγος.

Συνοπτικά για τον παντοδύναμο Γιαχβέ η γνώση απαγορεύεται, ενώ για τον Πανάγαθο Πατέρα «γνώσεσθε την Αλήθεια κι η Αλήθεια θα σας ελευθερώσει». Ο Κύριος Αδωναΐ της ραβινικής Σχολής της Αλεξάνδρειας διέδωσε στους χριστιανούς το «πίστευε και μη ερεύνα» που αποδείχθηκε πολύ βολικό για τα εκατομμύρια χριστιανών έως σήμερα και αποτελεί μία από τις βασικότερες αιτίες της κατάντιας του, διότι ο Λόγος του Χριστού που άφησε παρακαταθήκη ήταν «ερευνάτε τας Γραφάς». Στο Όνομα του Πατέρα Του δίνει άφεση αμαρτιών και συγχώρεση ελέους, αντίθετα με το πνεύμα του εκδικητικού θεού Γιαχβέ που τιμωρεί εις τον αιώνα τον άπαντα όσους δεν πιστεύουν σε αυτόν και δεν τηρούν τις εντολές του. Επομένως οι πιστοί του από φόβο και όχι από θεοσέβεια  διαθέτουν μια σοβαροφάνεια. Αντίθετα, ο Χριστός μέσα από τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή, τον μαθητή της καρδιάς και τον πρώτο εξ υιοθεσίας Χριστό, αποκαλύπτει ότι «ο Θεός Αγάπη εστίν». Ενώ ο θεός της Παλαιάς διαθήκης ζητάει συνεχώς θυσίες και ολοκαυτώματα που είναι η αδυναμία του όπως και ολόκληρες γενοκτονίες, καθώς είναι ο πρώτος κήρυκας  κάθε φυλετισμού και ρατσισμού, ο Χριστός αποκαλύπτει ποιο είναι ο αληθινό θέλημα του Πατρός «έλεος ζητώ και ουχί θυσία».

Ο Χριστός επιχειρεί να εισαγάγει στους Ιουδαίους την ελληνική ιδέα της «θεώσεως»: «έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς». Πρόκειται για την πλατωνική ελληνική Θέωση, «μίμησην θεού».

Ο Χριστός υπερασπίζεται τη μοιχαλίδα γυναίκα, θεραπεύει την εθνική κόρη και αγκαλιάζει τα παιδιά λέγοντας ότι τους ανήκει η Βασιλεία των Ουρανών. Στη Διδασκαλία Του, όλο το Ανθρώπινο Γένος αποτελεί Μία Οικογένεια κι αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους νόμους και τις επιταγές του Γιαχβέ, που είναι ο αποκλειστικός φυλετικός θεός ενός περιούσιου λαού, τον οποίο προορίζει να εξουσιάσει όλους τους υπόλοιπους. Το ιερατείο του χαρακτηρίζεται από τυπολατρία, φανατισμό, μισαλλοδοξία, δόλο, υποκρισία, ιδιοτέλεια, τοκογλυφία κι η ιεροσύνη μεταφέρεται εξ αίματος. Αντίθετα ο Χριστός,  καυτηριάζει τα στοιχεία αυτά και η ιεροσύνη Του μεταφέρεται εκ πνεύματος. Όμως, η Αθανασία της ψυχής, η θεία Κοινωνία, η Ανάσταση και η Θέωση αποτελούν βλασφημία για την πίστη των ιουδαίων και αντιδρούν βίαια προς τον Χριστό, διότι διαψεύδει τον μεσσιανισμό τους, ασκεί θεραπεία το Σάββατο, δεν τηρεί την νηστεία των ιουδαίων και ενώ είναι 30 ετών δεν έχει ακόμα παντρευτεί και τεκνοποιήσει όπως επέβαλε ο ιουδαϊκός νόμος.

Ο Γιαχβέ απαιτεί περιτομή, τελετουργία αίματος που συνδέεται με σεξουαλικές διαστροφές, ενώ από τον αληθινό χριστιανό ζητείται κάθαρση νου, καρδιάς και συνείδησης. Ο Γιαχβέ ζητάει τάματα, χρυσό και άργυρο, ενώ ο Χριστός λέει «ότι η βασιλεία του δεν είναι εκ του κόσμου τούτου» κι ότι πιο εύκολα περνάει ἡ κάμηλος από τη βελόνα παρά ο πλούσιος στην βασιλεία των ουρανών. Η ιδέα ότι ο πλούσιος είναι ευλογημένος από τον Θεό, ενώ ο πτωχός καταραμένος κυριαρχεί στα εκατομμύρια των προτεσταντών και στη συνέχεια καθολικών και ορθοδόξων χριστιανών. Αυτό δεν αποτελεί απλώς νοοτροπία, αλλά θεμέλιο του ατομισμού που φτάνει στην πλεονεξία και την αρπαγή. Οι αποικιοκρατίες, το δουλεμπόριο και οι ιθύνοντες αποδεικνύουν ότι το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας διαιωνίζεται.

Διάσπαρτη είναι η Παλαιά Διαθήκη από εκφράσεις ενός μισογύνη θεού που θεωρεί τα παιδιά του αναλώσιμα, όπως ο Κρόνος. Η αμαρτία, η ενοχή, οι τύψεις και η τρομοκρατία της κόλασης του διαβόλου είναι το αγαπημένο περιβάλλον του. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ιερωμένοι κρύβουν απ’ τους πιστούς ουσιώδεις αλήθειες.

Η ταυτότητα του διαβόλου, τον οποίον ονομάζει πατέρα των Εβραίων ο Χριστός, αποκαλύπτεται στον Ησαΐα κεφ. 45, στίχος 5, 6, 7. Πατέρας του διαβόλου είναι ο Ιεχωβάς, όπως λέει η ίδια η Παλαιά Διαθήκη. «Εγώ είμαι ο Κύριος και δεν υπάρχει άλλος, ο κατασκευάσας το σκοτάδι, ο ποιών την ειρήνη και ο κτίζων το κακόν, εγώ ο Κύριος ποιώ πάντα ταύτα».

Κατ΄ αντιστοιχία, οι αρχαίοι Έλληνες δεν έδειξαν καμία υπόληψη στον Κρόνο που συμβόλιζε το παρελθόν, κάτι το ξεπερασμένο και άχρηστο, σαν το μυαλό ενός ξεμωραμένου. Αυτή ήταν η στάση τους προς τον δικό τους διάβολο. Τους αφελείς οι Έλληνες διακωμωδούσαν και ονόμαζαν κρονίων όζοντας ή κρονικούς ή κρονολύρους. Η περιτομή των Εβραίων ενδέχεται να σχετίζεται με το μύθο της αποκοπής των γεννητικών οργάνων του Ουρανού από τον Κρόνο. Το τέλος των αποκριών, κρονίων εορτών, στο παρελθόν, έτρωγαν απανθρακίδες, δηλαδή άζυμα, όπως και οι Εβραίοι στο Πάσχα τους και παρέμεινε και σε εμάς ως λαγάνες. Η σχέση του Κρόνου και του όνου (γαϊδάρου) είναι γνωστή στο συμβολισμό και δεν είναι τυχαίο που ο Χριστός εισήλθε στην Ιερουσαλήμ πάνω σε γάιδαρο, συμβολίζοντας την υποταγή του Κρόνου και των πιστών του στο Λόγο.

Ένα παράδειγμα παρερμηνείας και διαστρέβλωσης της διδασκαλίας του Χριστού είναι το παρακάτω:

Ο ίδιος ο Χριστός, λοιπόν, αποκάλυψε για την αποστασία του Σαμαέλ-Γιαχβέ από τον Πατέρα των Πάντων. Επίσης ξεκαθαρίζει πως αυτός (ο Σαμαέλ) είναι που κρίνει. Δεν κατακρίνει ο Χριστός. Μολονότι οι υπηρέτες του «αιμοσταγούς θεού» του φόρεσαν το προσωπείο αυστηρού δικαστή και κριτή, ο ίδιος μας είπε:

Κατά Ιωάννην κεφ 8:15 Εσείς κρίνετε κατά τη σάρκα, εγώ δε, δεν κρίνω κανένα.

Κατά Ιώαννην κεφ 12:47 Και αν κάποιος ακούσει τα λόγια μου και δεν τα φυλάξει, εγώ δεν τον κρίνω. Επειδή δεν ήρθα για να κρίνω τον κόσμο, αλλά για να σώσω τον κόσμο.

Βέβαια οι Πατέρες της Εκκλησίας στο Σύμβολο της Πίστεως της Χριστιανοσύνης, αναφέρουν πως τότε ο Χριστός θα κρίνει ζώντες και νεκρούς.

«Κρίναι ζώντας και νεκρούς…» Το Σύμβολο της Πίστεως ξεκίνησε να διαμορφώνεται από την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια, που συγκλήθηκε υπό τον Μέγα Κωνσταντίνο στις 20 Μαΐου 325 και συμπληρώθηκε στη δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη υπό τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’ το 381 μ.Χ. (ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ—ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ http://el.wikipedia.org/wiki)

Έτσι οι έννοιες παραποιήθηκαν και μεταμόρφωσαν τον Ιησού σε κριτή, ασχέτως αν ο ίδιος επέμενε πως:

«Επειδή δεν απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού εις τον κόσμο δια να κρίνει τον κόσμο, αλλά δια να σωθεί ο κόσμος δι’ αυτού. §18. Όστις πιστεύει εις Αυτόν δεν κρίνεται, όστις όμως δεν πιστεύει είναι ήδη κεκριμένος» …από την ανταποδοτική δικαιοσύνη του άρχοντα του κόσμου τούτου, αφού σ’ αυτόν τον κόσμο της ύλης επιλέγει τελικά να παραμείνει, και αναγκαστικά υφίσταται τους νόμους της. Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο κεφ. Γ § 17

«Αληθώς, αληθώς σας λέγω, ότι ο ακούων τον λόγον Μου και πιστεύων εις Τον πέμψαντά Με, έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν δεν έρχεται (από τους άρχοντες του κόσμου τούτου), αλλά θέλει μεταβεί εκ του θανάτου εις την ζωήν». Κατά Ιωάννη κεφ. Ε §24.

«Εσείς κατά την σάρκα κρίνετε. εγώ δεν κρίνω ουδένα». Κατά Ιωάννη κεφ. Η §15.

«Σας είπον ότι θέλετε αποθάνει εν ταις αμαρτίας υμών διότι εάν δεν πιστεύσητε ό,τι εγώ Είμαι, (δηλαδή ο αίρων την αμαρτία του κόσμου), θέλετε αποθάνει εν ταις αμαρτίαις υμών». Κατά Ιωάννη κεφ. Η §24.

«Και αν κάποιος ακούσει τους λόγους μου και δεν πιστεύει, εγώ δεν κρίνω αυτόν. Διότι δεν ήλθα δια να κρίνω τον κόσμο, αλλά δια να σώσω τον κόσμο (…από την αιχμαλωσία του άρχοντα του κόσμου τούτου)». Κατά Ιωάννη κεφ. ΙΒ §47.

Πού παραποιείται η διδασκαλία του Χριστού;

«Και παρήγγειλεν εις ημάς να κηρύξωμεν προς τον λαόν και να μαρτυρήσωμεν, ότι αυτός είναι ο ωρισμένος υπό του Θεού κριτής, ζώντων και νεκρών». ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ κεφ. 10 §42.

«Διαμαρτύρομαι λοιπόν εγώ ενώπιον του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού, όστις μέλλει να κρίνη ζώντας και νεκρούς εν τη επιφάνεια αυτού και τη βασιλεία αυτού». Β ΤΙΜΟΘΕΟΝ κεφ. 4 §1.

«Οίτινες θέλουσιν αποδώσει λόγον εις εκείνον, όστις είναι έτοιμος να κρίνη ζώντας και νεκρούς». Α ΠΕΤΡΟΥ κεφ. 4 §5.

Στην Βασιλεία των Ουρανών δεν υπάρχει κρίση. Αυτό που οι Γραφές θεωρούν «κρίση», είναι η ανικανότητα εισόδου στα Πεδία του Λόγου σε κάθε πνεύμα που δεν φέρει ενεργοποιημένο το Θείο Εαυτό του. Η διαστρέβλωση της Χριστιανικής θρησκείας εστιάζεται στην εσκεμμένη παράκαμψη/παράβλεψη της βασικότατης διευκρίνισης ότι: ο διαχειριστής ολόκληρου του υλικού συστήματος είναι ο εκπεσών «Άρχοντας του Κόσμου τούτου» και μόνο οι νόμοι της ύλης (συμπυκνωμένης και μη, ενέργειας) ορίζουν την ανταποδοτική δικαιοσύνη/κάρμα σ’ όσους επιμένουν να ενσαρκώνονται σ’ αυτήν. Έτσι, όσοι αποχωρήσουν μαζί με τα Ιερά από το ορατό και αόρατο υλικό περιβάλλον, περνά­νε στη διαδικασία της πρώτης Ανάστασης χωρίς κρίση, ενώ όσοι παραμείνουν στην ύλη, παγιδεύονται στους νόμους της και περνούν στον δεύτερο θάνατο.

Το παρακάτω χωρίο από την Καινή Διαθήκη φανερώνει το βαθμό της αλλοίωσης της διδασκαλίας του Χριστού με στοιχεία που αφορούν τον θεό των Εβραίων και τα οποία είναι σε πλήρη αντίθεση με την Διδασκαλία του Χριστού.

Στο κατά Λουκά κεφ. ΙΘ’, 27 διαβάζουμε: Πλην τους εχθρούς μου εκείνους, οίτινες δεν με ηθέλησαν να βασιλεύσω επ’ αυτούς, φέρετε εδώ και κατασφάξατε έμπροσθέν μου.

Για όποιον έχει ακόμα αμφιβολίες ας σκεφτεί εάν τα παρακάτω λόγια θα μπορούσαν να προέρχονται από Εκείνον που πάνω στον Σταυρό είπα «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι».

Οι διαστρεβλώσεις της διδασκαλίας ξεκίνησαν από τα πρώτα χρόνια, όπως μας αποκαλύπτει ο Παύλος.

«…εγώ γαρ οίδα τούτο, ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς εις υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου, και εξ υμών αναστήσονται άντρες λαλούντες διεστρεμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών…» Πράξεις Αποστόλων, κεφ. Κ, 29-30.

Είναι τα λόγια του Απ. Παύλου προς τους Πρεσβύτερους της Εκκλησίας της Εφέσου, λόγια που φανερώνουν ξεκάθαρα τη βεβαιότητα του Αποστόλου για τη διαστροφή των λόγων του Ιησού. Αξιοσημείωτο είναι ότι η διαστρέβλωση αυτή προκύπτει από ανθρώπους που θα αναδυθούν μέσα από την ίδια τη χριστιανική κοινότητα –ένα είδος «προβοκάτορα», θα λέγαμε σήμερα. Ήδη από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια γίνεται λόγος για παραποιήσεις και στρεβλώσεις, χρόνια τόσο κοντινά στην άμεση βιωματική εμπειρία της θεότητας του Ιησού από τους ανθρώπους. Το ερώτημα που αβίαστα ανακύπτει είναι: Γιατί υπήρχε η ανάγκη αυτής της αλλοίωσης των λόγων του Χριστού μέσα στις ίδιες τις χριστιανικές κοινότητες, στα χρόνια κατά τα οποία ο άμεσος στόχος της ρωμαϊκής κυριαρχίας ήταν η άμεση φυσική εξόντωση των Χριστιανών;

Aπό την αρχή της ιστορίας μέχρι σήμερα, ο Χριστιανισμός ήταν μια θρησκεία σχισμάτων και συγκρούσεων. Δεν υπάρχει ένα Ευαγγέλιο στην Καινή Διαθήκη που να μην προειδοποιεί για ψευδοδιδασκάλους και να μην επιτίθεται σε άλλους Χριστιανούς. Οι σχολαστικοί χρησιμοποιούσαν σαν όπλο στις διαμάχες τους με τους γνωστικούς τον ισχυρισμό, ότι ήταν οι αντιπρόσωποι, οι απόγονοι της αποστολικής διαδοχής και ότι αυτοί είχαν μόνο την εξουσία των αυθεντικών αποστόλων. Ακόμα και σήμερα παρουσιάζουν ως ιδρυτή της Καθολικής Εκκλησίας τον Πέτρο, με βάση ότι αυτός ήταν ο πρώτος μάρτυς της Ανάστασης. Με αυτό εξασφάλιζαν την τυφλή υπακοή των Χριστιανών οπαδών και οποιοσδήποτε, όπως οι γνωστικοί, ήταν αντίθετος με την εξουσία τους, επαναστατούσε κατά του Χριστού. Οι σχολαστικοί απαίτησαν να υποστεί την ποινή του θανάτου όποιος δεν υπακούει στις εκκλησιαστικές αρχές που είχαν αναλάβει την Θεϊκή εξουσία και αυτό αναφέρεται στην Α΄ επιστολή Κλήμεντος, 41, 3.

Έτσι οι σχολαστικοί πήραν με το μέρος τους τη μάζα του λαού που αρκούνταν στον εξωτερικό τύπο και κατατρόπωσαν τους πρωτοχριστιανούς γνωστικούς, έστρεψαν τον όχλο εναντίον τους και σε πάρα πολλές περιπτώσεις τους βασάνισαν και τους κατάσφαξαν, τους ξερίζωσαν από τα μέρη τους και γενικά τους απομόνωσαν έως ότου να εξαφανιστούν.

Εδώ βλέπουμε μια ταύτιση των σχολαστικών με την κατά σάρκα κατά Λευί ιεροσύνη των Εβραίων και μια αντιπαραβολή με τους γνωστικούς με την κατά τάξη Μελχισεδέκ ιεροσύνη που γίνεται εκ Θεού. Και ενώ οι σχολαστικοί βασίζονται στους ιερείς, επισκόπους, διακόνους και σε μια ιεραρχία που συγκροτούν σαν εκκλησία, διαμορφώνουν δηλαδή τις δομές της εξουσίας της εκκλησίας, βάση κοσμικών προτύπων και μεθόδων, την ίδια στιγμή οι γνωστικοί οργανώνονται χωρίς ιεραρχίες επισκόπων και ιερέων. Τραβούσαν κλήρο για να αποφασίσουν ποιος θα έπαιρνε το ρόλο του επισκόπου κάθε φορά ή του ιερέα ή του αναγνώστη της γραφής ή του προφήτη κ.λπ. Με αυτό τον τρόπο, πίστευαν πως ο ίδιος ο Θεός θα επέλεγε το κατάλληλο πρόσωπο για την κατάλληλη δουλειά στον κατάλληλο χρόνο. Και ενώ οι ορθόδοξοι οικοδομούσαν μια μόνιμη ιεραρχία εξουσίας, οι γνωστικοί αποδείκνυαν πως μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πνευματικά ίσοι μεταξύ τους.

Ο σχολαστικισμός κατά τους διωγμούς των χριστιανών, προώθησε ιδιαίτερα την εξαγορά της σωτηρίας με το μαρτύριο. Για τους σχολαστικούς ο Ιησούς υπήρξε μάρτυρας και γι’ αυτό το να ακολουθήσει κανείς το θάνατό του, σήμαινε ότι ακολουθούσε τα ένδοξα βήματα του Ιησού. Οι σχολαστικοί μάρτυρες εξιδανικεύτηκαν σαν να ήταν ιεροί μαχητές, σαν ιεροί πολεμιστές πράγμα που βλέπουμε να καταλήγει στην παράνοια των σταυροφοριών (ανάλογα και στο Τζιχάντ των Ισλαμιστών που δεν είναι τίποτε άλλο από την παρανόηση του ιερού εσωτερικού πολέμου των μυστών που διαστρεβλώθηκε στο Κοράνι). Το να γίνεις μάρτυρας, σήμαινε πως είχες μια θέση στον ουρανό και με τέτοιο έπαθλο πολλοί σχολαστικοί χριστιανοί επιδίωκαν το θάνατό τους. Ο Τερτυλλιανός και ο Ειρηναίος ήταν δυο από τους πιο ένθερμους κήρυκες του μαρτυρίου, που ωστόσο το απέφυγαν και αυτό μας είναι γνωστό. Ότι το μαρτύριο εξασφαλίζει σωτηρία, για τους γνωστικούς ήταν μια παρανόηση. Πίστευαν πως έπρεπε να δέχεται κανείς το πεπρωμένο, συμπεριλαμβανομένου και του μαρτυρικού θανάτου, αλλά το θεωρούσαν ανόητο να επιδιώκει κανείς το μαρτύριο σαν σύντομο δρόμο προς τον παράδεισο. Η πνευματική φώτιση θα βρισκόταν μέσα από την μυστικιστική πραγμάτωση της γνώσης και όχι με τις πομπώδεις χειρονομίες. Στον ύμνο της Αγάπης του Παύλου, ξεκαθαρίζεται εξάλλου ότι και αν ακόμα παραδώσεις το σώμα σου σε μαρτύρια αλλά δεν έχεις αγάπη, δεν ωφελείσαι σε τίποτα.

Σε ένα γνωστικό κείμενο τη Διαθήκη της Αλήθειας γράφεται ότι αυτοί που λένε με στόμφο είμαι χριστιανός και ακόμα δεν ξέρουν ποιος είναι ο Χριστός, είναι κενοί μάρτυρες και έχουν την μαρτυρία μόνο για τους εαυτούς τους. Ο θάνατός τους είναι απλώς σαρκικός και δεν οδηγεί στη σωτηρία που προσδοκούν, διότι το να παραδοθεί κανείς στο θάνατο δεν είναι αρκετό. Αυτοί που είπαν ότι ο Θεός επιθυμεί την ανθρώπινη θυσία, μετατρέπουν το Θεό σε κανίβαλο. Στην πραγματικότητα οι σχολαστικοί χριστιανοί είναι εκείνοι που εμφύτευσαν, πυροδότησαν και ενεργοποίησαν τη δημιουργία μιας συλλογικής σκεπτομορφής ενός Χριστού πλάνης, που δημιουργήθηκε με τις εκατόμβες των μαρτύρων. Δεν ήταν όλοι οι μάρτυρες το ίδιο, δεν είχαν όλοι οι μάρτυρες την ίδια συνείδηση και ούτε κάθε μάρτυρας εξασφάλισε την ίδια εξέλιξη. Οι γνωστικοί δεν πίστευαν ότι ο Ιησούς πέθανε οπωσδήποτε μαρτυρικά, αλλά ότι ο μαρτυρικός θάνατός του συμβόλιζε μια βαθιά μυστικιστική αλήθεια για τον άνθρωπο «το θάνατο του κατώτερου εγώ και την ανάσταση του Χριστού μέσα του». Τι προάγει ο κατ’ όνομα Χριστιανός κι ακόμα χειρότερα ο ιερέας που δε γνωρίζει ούτε γιατί κάνει το σταυρό του πλέον και ενώ ανάβει κερί στην εκκλησία, η εσωτερική του φλόγα είναι σβησμένη;

Μέχρι το τέλος του 2ου αιώνα, οι σχολαστικοί είχαν αρχίσει να θέτουν κανόνες για το ποιος ήταν και ποιος δεν ήταν Χριστιανός. Κατά την άποψή τους, βάση ήταν η σχολαστική πίστη, να βαπτίζεται και πάνω από όλα να υπακούει στους επισκόπους. Για τους γνωστικούς όμως η αληθινή εκκλησία ήταν αόρατη και μόνο τα μέλη της μπορούσαν να αντιληφθούν ποιος ανήκει σε αυτήν και ποιος όχι. Οι γνωστικοί επέμεναν πως χρειαζόταν κάτι περισσότερο από το βάπτισμα για να γίνει κάποιος Χριστιανός και στο Ευαγγέλιο του Φιλίππου αναφέρεται ότι πολλοί άνθρωποι μπαίνουν στο νερό και βγαίνουν χωρίς να έχουν δεχθεί τίποτα και όμως ισχυρίζονται πως είναι Χριστιανοί.

Οι γνωστικοί θεωρούν τον Ιησού να λέει: «από τους καρπούς τους θα τους γνωρίσετε τους αδελφούς μου» και ζητούν δείγματα πνευματικής ωριμότητας για να αποδειχτεί πως ένα άτομο ανήκει στην αληθινή εκκλησία. Γι’ αυτό λοιπόν οι Επίσκοποι της κατεστημένης εκκλησίας είδαν αυτό τον ατομικισμό των γνωστικών σαν την μεγαλύτερη απειλή για την εξουσία τους και έτσι οι επιθέσεις τους έγιναν πολύ πιο φανατικές και ακραίες. Ο Ειρηναίος προτρέπει να αναγνωριστούν οι Γνωστικοί σαν πράκτορες του σατανά και ότι ο Θεός ετοιμάζει το αιώνιο πυρ για κάθε είδους αίρεση. Ακόμα η φράση «καλύτερα ειδωλολάτρης παρά αιρετικός» έγινε μόνιμη φράση των σχολαστικών. Η παραπληροφόρηση και η διαστρέβλωση έγιναν τότε της μόδας. Λεγόταν σε μια σταθερή και μεθοδική προπαγάνδα ότι οι γνωστικοί έρεπαν προς τον κανιβαλισμό, στην κοπροφαγία, στη σπερματοφαγία κ.λπ.

Στην Α΄ προς Κορινθίους 2, 14-15, ο Παύλος γράφει: «Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του πνεύματος του Θεού, μωρία γαρ αυτώ έστι και ού δύναται γνώναι ότι πνευματικώς ανακρίνεται. Ο δε πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε επ’ ουδενός ανακρίνεται». Εδώ ο Παύλος διακρίνει ψυχικούς και πνευματικούς χριστιανούς και είναι ολοφάνερο ότι ο Παύλος, όταν γράφει εβραίος εννοεί ψυχικός χριστιανός και εκεί που γράφει εθνικός εννοεί πνευματικός χριστιανός. Άλλες λέξεις που χρησιμοποιούσε ο Παύλος για να αποδώσει το νόημα του πνευματικού χριστιανού είναι ο απερίτμητος, ο έλληνας, ο ενδόμυχος εβραίος, ο κρύφιος εβραίος ο αληθής Ισραήλ. Όπως οι γνωστικοί έτσι και ο Παύλος δεν κηρύσσει την ηθική υποταγή στον νόμο αλλά την πνευματική ελευθερία μέσω της γνώσης. Τίποτα δε είναι ακάθαρτο αφ’ εαυτού. Αργότερα γνωστικοί όπως οι καρποκρατικοί αναφέρουν τον Παύλο για να υπερασπιστούν τις διδασκαλίες τους εναντίων αυτών των σχολαστικών χριστιανών της επίσημης εκκλησίας που τους κατηγορούσαν για ανηθικότητα. Γιατί τελικά ήταν ο Παύλος, και όχι κάποιος τρελός γνωστικός αιρετικός που είπε ότι όλα μου επιτρέπονται (Α΄ προς Κορινθίους 6, 12).

Οι γνωστικοί παρουσιάζονται ως ο ουσιαστικός εχθρός της εκκλησίας, ένα επικίνδυνο καρκίνωμα για τους Χριστιανούς. Ο πλαστογράφος των επιστολών του Παύλου προς Τιμόθεο, περιγράφει τις διδασκαλίες των γνωστικών σαν μόλυνση που απλώνεται όπως η γάγγραινα. Αντίθετα οι γνωστικοί απαντούν ότι έχει δημιουργηθεί μια εκκλησία απομίμηση, η οποία κηρύττει τη θρησκεία του νεκρού ανθρώπου και ψεύδεται ώστε να την προσομοιάζει με την ελευθερία και την αγνότητα της τέλειας εκκλησίας. Οι σχολαστικοί θέλουν να διατάζουν ο ένας τον άλλο, να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο στις κενές φιλοδοξίες τους και ο καθένας φαντάζεται πως είναι ανώτερος από τους άλλους (όπως προτυπώνουν στις Πράξεις των Αποστόλων).

Στα χρόνια του Βυζαντίου, όσοι δεν νήστευαν κινδύνευαν από πρόστιμα, βασανισμούς, εξορίες και σε πολλά μέρη του πλανήτη πολλοί βαπτίστηκαν χριστιανοί για να αποφύγουν τον θάνατο. Η ιερά εξέταση, οι σταυροφορίες και οι επιρροές των χιλιάδων αιρετικών, υπολογίζονται πάνω από 10 εκατομμύρια, μας υπενθυμίζουν ότι σίγουρα έδωσαν μεγάλη ευχαρίστηση στον Γιαχβέ που έχει αδυναμία στις εκατόμβες θυμάτων. Αυτή η δοσοληψία που χαρακτηρίζει τη σχέση ιουδαίου Γιαχβέ, δηλαδή δώσε μου να σου δώσω, εδραιώθηκε και στην συνείδηση των χριστιανών που ασπάστηκαν τις επιταγές του επίσημου ιερατείου των σχολαστικών. Έτσι φτάσαμε στο σφάξε με πασά μου να αγιάσω και την εξαγορά της σωτηρίας με κάποιο μαρτύριο ή τα συγχωροχάρτια. Είναι απολύτως φυσιολογικό όλοι αυτοί οι κατ’ όνομα χριστιανοί να έχουν γίνει στο μεταξύ άθεοι, βουδιστές, ινδουιστές, ισλαμιστές ή να περιμένουν την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού στα σύννεφα, όπου όλο και κάποιο ολόγραμμα θα δουν τα τελευταία χρόνια.

Το 1881 έγινε μια αναθεώρηση στη Καινή Διαθήκη, στην έκδοση του 1611, η οποία είχε λάθη. Έτσι λοιπόν, η λέξη «παρουσία», ήταν στη θέση της λέξης «έλευσις» και αντί για «συντέλεια του αιώνος», έγραφε «τέλος του κόσμου». Έτσι λοιπόν, το σημαντικότερο νόημα για την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού την αληθινή και την συντέλεια του αιώνος, όπως τον ρωτούν οι μαθητές τον Χριστό στο όρος των Ελαιών, δίνεται από τον Ιησού και φαίνεται πως είναι ξεκάθαρο, πως δεν μιλάμε για μία εκ νέου, εν σώματι παρουσία Του στις νεφέλες κ.τ.λ., αλλά έλευση Χριστού σημαίνει την παρουσία του Πνεύματος του Χριστού, σε έναν αναγεννημένο κόσμο, μέσα μας και όχι σε κάποια εκκλησία συγκεκριμένη. Γιατί ο Χριστός, ο αληθινός μας εσωτερικός Σωτήρας είναι Θεία Αρχή και υπάρχει μέσα σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, από τη στιγμή που όλοι έχουν δικαίωμα Μετάνοιας. Εκείνος που αγωνίζεται να αναστήσει το πνεύμα που έχει σταυρωθεί μέσα του, από τα δικά του επίγεια πάθη κι έχει θαφτεί βαθιά στο μνήμα της αμαρτίας του, εκείνος που έχει την δύναμη να κυλήσει την πέτρα της ύλης από την πόρτα του δικού του εσωτερικού Τάφου, εκείνος έχει τον Χριστό Ανεστημένο μέσα του.

Άλλωστε ο Ιωάννης γράφει ξεκάθαρα ότι ο Λόγος Χριστός «σκήνωσε εν ημίν». Ο Παύλος το γνώριζε αυτό, γι’ αυτό λοιπόν στην προς Γαλάτες γράφει: «ους πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν». «Έως ότου βρείτε τον Χριστό μέσα σας, ως την μοναδική σας Οδό». Ο ευσεβής δόλος ορισμένων Πατέρων κατέληξε να δώσει μια υλική χροιά σ’ όλο το Χριστιανικό καθεστώς.

Η μεγαλύτερη απόδειξη ότι οι αποτυχημένοι χριστιανοί ζουν μακριά από την Διδασκαλία του Χριστού, επειδή υιοθέτησαν  ιδέες ιουδαϊσμού είναι το γεγονός της ανταπόδοσης και όχι της συγχώρεσης που λειτουργούν καθημερινά εδώ και 2.000 χρόνια. Στην πράξη δηλαδή και την ουσία, δεν θα έπρεπε να λέγονται χριστιανοί αλλά ιουδαίοι, διότι τον νόμο του Γιαχβέ ακολουθούν και όχι του Χριστού. Αυτό δεν συμβαίνει ένεκα σεβασμού, αλλά όπως γράφτηκε «για τον φόβο των ιουδαίων». Ιδιοτελή ανδρείκελα, δηλαδή ανθρωπάκια, αρέσκεται να διαφεντεύει ο Γιαχβέ και γι’ αυτό η ελευθερία της σκέψης, η ελευθερία λόγου και η ελευθερία πίστης είναι απαγορευμένα στην επικράτειά του.  Μόνο για αυτά τα τρία γίνεται κατανοητό το μίσος του για τους Έλληνες, ένα μίσος που πηγάζει από το φθόνο που ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την αφθονία.

Ο πρώιμος χριστιανισμός μιλούσε, έγραφε, κήρυττε στα ελληνικά, αλλά και σκεπτόταν βασικώς ελληνικά. Οι ευαγγελιστές και ο Παύλος, ανήκουν στην ελληνική φιλολογία. Τα κατεστημένα της Αυτοκρατορίας κινδύνευαν όμως από την σχέση Ελληνισμού Χριστιανισμού.

Ένα παράδειγμα αφαίρεσης κειμένου από τα πρωτότυπα Ευαγγέλια είναι το παρακάτω:

Όταν ζήτησαν οι Έλληνες να δουν το Χριστό, τότε τους είπε: «Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του Ανθρώπου» στη συνέχεια «Μόνη γαρ η Ελλάς αψευδώς ανθρωπογονεί, φυτόν ουράνιον και βλάστημα Θείον ηκριβωμένον, λογισμόν αποτίκουσα οικειούμενον επιστήμη». Η τελευταία ρήσης του Ιησού Χριστού δεν υπάρχει στα Ευαγγέλια, διότι αφαιρέθηκε από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας, αλλά υπάρχει στα αρχεία του Βατικανού. Η θεία αποκάλυψη βγαίνει από τον ίδιο το Χριστό ότι: η Ελλάς είναι πηγή του Πανανθρώπινου πολιτισμού, που είναι θεϊκό γόνυ στη γη, και ότι οι Έλληνες δίδαξαν τη σοφία και τις επιστήμες σε όλα τα έθνη.

Στοιχεία του Ιουδαϊσμού πέρασαν στον χριστιανισμό όπου γέννησαν τάσεις θεοκρατίας και εκδηλώσεις μισαλλοδοξίας με αποτέλεσμα τον διωγμό του ελληνικού πολιτισμού από φανατικούς κληρικούς, αμαθείς όχλους και «λαϊκιστές» αυτοκράτορες, οι οποίοι βεβαίως κάθε άλλο παρά πραγματικοί χριστιανοί ήσαν. Όμως το γεγονός παραμένει ότι ο χριστιανισμός, στην ουσία του, ήταν ρήξις προς τον ιουδαϊσμό και επηρεάσθηκε πολύ περισσότερο από την ελληνική σκέψη παρά από την ιουδαϊκή. Ορθώς κατανοούμενος, ο χριστιανισμός βρίσκεται σε σημαντικό βαθμό σε αρμονία προς την πρώτη και σε απόλυτη αντίθεση προς την δεύτερη.

Εξέχουσα πνευματική μορφή ήταν ο Πατριάρχης Φώτιος (θ΄) του οποίου διάσημο έργο είναι η κριτική ανθολογία Μυριόβιβλος. Ο Φώτιος εργάσθηκε για τον εξελληνισμό του χριστιανισμού και συγκρούσθηκε με τον Πάπα. Έθεσε τις βάσεις της Ορθοδοξίας ως ελληνικής εκδοχής του χριστιανισμού.

Τα εκ του ιουδαϊσμού στοιχεία επηρέασαν περισσότερο την Δυτική και επιβιώνουν ιδίως στην Προτεσταντική Εκκλησία. Στην Ανατολή, μετά τον Ιουστινιανό και ιδίως με τον φωτισμένο πατριάρχη Φώτιο (θ΄), πραγματοποιήθηκε σε σημαντικό βαθμό ο εξελληνισμός (ή η επανελλήνισις) του χριστιανισμού. Η Ορθοδοξία είναι ο ελληνικός χριστιανισμός.

Τα καλά στοιχεία του χριστιανισμού συνδέονται με την ελληνικότητα. Τα αρνητικά του (μισαλλοδοξία, φανατισμός, διωγμοί, Ιερά Εξέτασις, θεοκρατικές τάσεις, θρησκευτικοί πόλεμοι, νύχτες Αγ. Βαρθολομαίου, σταυροφορίες) με τον ιουδαϊσμό.

Ο Χριστιανισμός στις θετικές του πλευρές, είναι συνέχεια της θεολογίας, ηθικής και φιλοσοφίας του Ελληνισμού. Χωρίς τον Ελληνισμό η επικράτηση του χριστιανισμού θα ήταν ανέφικτη. Ο Ελληνισμός συνέβαλε στη διαμόρφωση, διάδοση και επικράτηση του χριστιανισμού:

Α) Προσφέροντάς του μια «διεθνή» γλώσσα για ν’ απευθυνθεί στους λαούς της Αυτοκρατορίας και την ορολογία για να εκφράσει τις έννοιές του, όπως λ.χ. στην περιγραφή του Θεού (Άναρχος, Αϊδιος, Πνεύμα κ.ο.κ.). Ο G. Murray γράφει για τον απ. Παύλο: «Επηρεάζεται από την φιλοσοφικήν ορολογίαν των ελληνιστικών σχολών και των Στωικών». Ο H.G. Wells «Είχεν ακριβή γνώσιν της Ελληνικής θεολογίας της Αλεξανδρείας και γλώσσα του ήταν η ελληνική».

Β) Πραγματοποιώντας σε μεγάλο βαθμό (με τα Ελληνιστικά κράτη και με τις Ελληνικές αντιλήψεις περί αναξιθρησκείας, ανοχής, συνθέσεως) τον συγκρητισμό των θρησκειών και των πολιτισμών ώστε να είναι έτοιμο το έδαφος για μια ενιαία κοινή σε όλους θρησκεία.

Γ) Καλλιεργώντας επί αιώνες βασικές ιδέες που υιοθέτησε ο χριστιανισμός, όπως η αθανασία της ψυχής, η δικαιοσύνη, η ανθρώπινη αλληλεγγύη, η ανάγκη για λύτρωση και σωτηρία δια της «θεώσεως» κ.ο.κ.

Δ) Διαμορφώνοντας μια μεταφυσική φιλοσοφία (Ορφεύς, Μουσαίος, Πυθαγόρας, Εμπεδοκλής, Πλάτων, Πλωτίνος, Νεοπλατωνικοί) που αποτέλεσε τον πυρήνα της χριστιανικής μεταφυσικής.

Ε) Διαπλάθοντας μια ηθική βιοθεωρία (Στωικοί) που συμπίπτει στο μέγιστο τμήμα της με την χριστιανική. Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Ελληνική Συνιστώσα στην διαμόρφωση και στην διάδοση του Χριστιανισμού υπήρξε η καθοριστική.

Κείμενο – Παρουσίαση κειμένου: Γ. Κλειδαράς

 

Ο Ιουδαιοχριστιανισμός και το Ελληνικό Μήνυμα του Χριστού

Ο Χριστός είπε εκείνο το περίφημο «ερευνάτε τας γραφάς», για να μπορέσει κάποτε η αλήθεια να μας ελευθερώσει.

Είναι ιστορικό γεγονός ότι ο πυρήνας γέννησης του Χριστιανισμού υπήρξε στο περιβάλλον των Ιουδαίων, των ανθρώπων δηλαδή που περίμεναν τον Μεσσία του Νόμου και Ελευθερωτή μέσω του Νόμου. Αυτόν τον Νόμο κατέλυσε στην πράξη και εν τοις πράγμασι ο Ιησούς. Επειδή ναι μεν ο Χριστιανισμός γεννήθηκε μέσα σε ιουδαϊκό περιβάλλον, αλλά εξαιρετικά γρήγορα αποποιήθηκε τις ιουδαϊκές επιδράσεις ως απόλυτα ασύμβατες με το πνεύμα και την διδασκαλία Του.

Από τους Πρωτοχριστιανούς της τότε εποχής, παρατηρούμε να διατηρείται μία Ιουδαζουσα τάση, η οποία αντιμετωπίστηκε από τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος είχε έρθει σε κάθετη ρήξη με την Εκκλησία των Ιεροσολύμων.

Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος ήταν πολύ οξύς στα κηρύγματά του, προβάλλοντας αυτήν την απελευθέρωση από τον Ιουδαϊκό νόμο, κηρύσσοντας ότι ο Νόμος είναι ο ίδιος ο Χριστός, ως πρόσωπο και ως Αγάπη.

Ο Απόστολος Παύλος ήταν αυτός που γνώριζε τον Ιουδαϊκό νόμο καλύτερα από πολλούς, και κατάφερε να τον απομονώσει και να τον κρατάει μακριά από την Χριστιανική Πίστη.

Και παρόλο που η Ιστορία –είτε το θέλουμε είτε όχι σε πολλά σημεία της πρέπει να αναθεωρηθεί, να ερευνηθεί ξανά και δεν μπορεί να εξαιρεθεί ακόμα και αυτή η Βίβλος– ο όρος Ιουδαιοχριστιανισμός (ιστορικά και θεολογικά), δεν γεννήθηκε ούτε υπήρξε ποτέ.

Υπάρχουν τρεις βασικές Κοσμικές Περίοδοι στην ανθρώπινη εξελικτική πορεία:

Η Προφητική Περίοδος ή Περίοδος του Κριού, όπου πολλά πνεύματα φωτισμένων δασκάλων προετοίμασαν την ανθρωπότητα και κατά την οποίαν εκδηλώθηκε το Θέλημα του Πατέρα Θεού δια του στόματος των Προφητών. Έπειτα έχουμε την Κοσμική Περίοδο της Ενσάρκωσης του Λόγου Χριστού της Καινής Διαθήκης, όπου το Θέλημα του Θεού εκδηλώθηκε άμεσα από τον ίδιο τον Χριστό, τον Υιό του Θεού, του απ’ Αρχής Τέλειου, εξ Ουρανού καταβάς, που ήρθε να συμπληρώσει και να επεκτείνει ότι είχε παρουσιασθεί μέχρι τότε σαν Θεία Νομοτέλεια, μέσα από την διδασκαλία της Αγάπης «ΑΓΑΠΑΤΕ ΑΛΛΗΛΟΥΣ». Σήμερα έχουμε μπει στην Εποχή της Δευτέρας Παρουσίας με το ΜΗΝΥΜΑ της Χριστοποίησης και Θέωσης του Ανθρώπου, της φανέρωσης του Λόγου μέσα στις ψυχές των ανθρώπων και την εκδήλωσή Του.

H Παλαιά Διαθήκη εκπροσωπεί τον ψυχο-υλικό άνθρωπο. Μέσα από τον αποσυμβολισμό της και από τους νόμους που δόθηκαν από τους Προφήτες και τον Μωυσή, κατανοούμε τον στόχο που ήταν η προετοιμασία του ψυχο-υλικού ανθρώπου να δεχτεί την Αλήθεια.

Σύμφωνα με τον Φρόιντ, η Βιβλική αυτή Θρησκεία έχει όλα τα χαρακτηριστικά της νεύρωσης, όπου το σκηνικό των μυθικών μορφών κρύβει μία καταπιεσμένη απόδειξη ενοχής, που πρέπει να εξιλεωθεί, επειδή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί συνειδητά. Κάθε διαστροφή του ανθρώπου συνδέεται με την Παλαιά Διαθήκη.

Η Παλαιά Διαθήκη φανερώνει τον άνθρωπο της πλάνης, της άρνησης, της ανυπακοής, είναι τμήμα της ανθρώπινης υπόστασης και συνδέεται με την προδοσία και τον Ιούδα. Αυτό το κομμάτι αποκαταστάθηκε στον Θεό από τον Ιησού Χριστό και την θυσία Του. Αλλά ο άνθρωπος ακόμα Τον κατακρίνει. Ο Άνθρωπος μόνο πνευματικά μπορεί να διακρίνει με αγάπη.

Η Παλαιά Διαθήκη συμβολίζει την σύγκρουση, την τριβή των αντιθέτων, που συμβαίνουν μέσα μας και γύρω μας, δηλαδή στο σώμα και στην ψυχή και στο πνεύμα. Ο Ιουδαϊσμός είναι Μονοθεϊστική θρησκεία. Σε κάθε θρησκεία και στον Χριστιανισμό εισχώρησαν στοιχεία πλάνης, αυτά χρειάζονται αποκατάσταση ώστε να πραγματωθεί η ένωση όλων των θρησκειών και διδασκαλιών στην Μία διδασκαλία. Μία ποίμνη και ένας ποιμήν. Εις ο Διδάσκαλος, ο Λόγος Χριστός.

Ο Ιησούς Χριστός καταγγέλλει την θρησκεία των Εβραίων ως ψευδή και τους ίδιους ότι αγνοούν τον αληθινό Θεό. Προς τι λοιπόν αυτός ο όρος; Τι κρύβεται;

Το ερώτημα αυτό είναι πολύ σοβαρό. Ο Ιησούς Χριστός ιδρύει λοιπόν νέα Θρησκεία. Έτσι, έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τον Ιουδαϊσμό. Είναι η ενσαρκωμένη ρήξη προς αυτόν. Ο βίος και η διδασκαλία Του προκαλούν τους πιστούς Ιουδαίους. Ταράζει τα πνεύματά τους. Βάλλει κατά των νοοτροπιών, παραδόσεων, πίστεως και συμφερόντων τους. Αποτελεί απειλή.

Γιατί λοιπόν η Εκκλησία, που Τον θεωρεί ιδρυτή και κεφαλή της, να σέβεται τον Παλαιό Νόμο, να τον διδάσκει και να τον τιμά; Γιατί να θεωρεί αυτόν τον νόμο, βάσει του οποίου καταδικάστηκε ο Ιησούς, ως αναγκαίαν προπαίδειαν της ανθρωπότητος, για να δεχθεί τον Καινόν Νόμον του; Πως «προετοίμασε» αυτός ο νόμος τους ανθρώπους να ακολουθήσουν τον Ιησού, αφού αυτός ίσχυε μόνον στους Ιουδαίους, οι οποίοι όχι μόνον δεν δέχθηκαν τον Ιησού, αλλά και τον θανάτωσαν και εξακολουθούν να τον αρνούνται;

Ο προπαιδευτικός ρόλος της Παλαιάς Διαθήκης αποτελεί πλάνη από την οποίαν η Χριστιανική εκκλησία οφείλει να απαλλαγεί. Τούτο ισχύει περισσότερο για την Ελληνορθόδοξη εκκλησία, δοθέντος ότι η πραγματική προπαρασκευή της ανθρωπότητας για να δεχθεί το Μήνυμα του Χριστού επιτελέσθηκε από τον Ελληνισμό.

Η τυφλή πίστη, ο φανατισμός, η σκληρότητα, η ανάγκη για επιβίωση, ο ανταγωνισμός, η ζήλεια, ο πόλεμος, το μίσος και προπάντων ο φόβος, που είναι η έλλειψη αγάπης, κρατάει καθηλωμένο τον άνθρωπο έως σήμερα. Οι φόβοι περί αιώνιας κολάσεως και ενός θεού εκδικητικού, αποτελούν μέχρι σήμερα το κατεστημένο της πλάνης των διαφόρων ιερατείων.

Είναι γνωστό σε όλους ότι σαν άνθρωποι δεν πλησιάζουμε κάτι, όταν το φοβόμαστε και πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να ενωθούμε μαζί του. Μα είναι γνωστό σε όλους ότι η Διδασκαλία της Καινής Διαθήκης είναι Διδασκαλία Χάριτος, Αγάπης και Ελέους και αν όλοι μας χαρακτηρίζουμε την διδασκαλία του Λόγου Χριστού, έτσι πως συμβιβάζεται τις θεωρίες των διαφόρων ιερωμένων περί αιωνίου κολάσεως; Μήπως παραποιώντας την Διδασκαλία του Χριστού αιώνες τώρα, βοηθάτε στην απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό και την Αγάπη; Και όλα αυτά προέρχονται από την παλαιότερη εποχή, κατάλοιπα των Ιουδαίων, μια εποχή τυφλής πίστης και αργής κίνησης του νου.

Έως σήμερα η Ιουδαζουσα τάση κυριαρχεί στις εκκλησίες του Χριστού, που ύψωσαν το συμφέρον πάνω απ’ το καθήκον της υπηρεσίας προς τον πλησίον και προσπαθούν να διατηρούν με κάθε τρόπο τα κατεστημένα για να μην χάσουν το κέρδος, που αποφέρει η δουλικότητα με την οποία πότισαν το νου των ανθρώπων. Έως σήμερα Ιουδαίοι, Γραμματείς και Φαρισαίοι, εν γνώσει ή εν αγνοία των ίδιων και του ποιμνίου, διοικούν και καθοδηγούν με λάθος τρόπο τον άνθρωπο, που αρνείται την Αιώνια Ζωή και μένει εις Αιώνιο Θάνατο. Ζει καλύπτοντας τον φόβο με το να αρνείται την δυνατότητα που ο Χριστός τον καλεί να ενεργοποιήσει «Γίγνεσθε ουν υμείς τέλειοι ώσπερ ο Πατήρ ημών ο εν τοις Ουρανοίς Τέλειος εστίν».

Ορμώμενη από τον Ελληνισμό και από την πνευματική ελληνικότητα του Ιησού, ας γυρίσουμε την σκέψη μας αρκετούς αιώνες πίσω, κατά τα χρόνια του πρώιμου Χριστιανισμού, δηλαδή αμέσως μετά την σταύρωση του Χριστού. Οι πρώτοι πιστοί που υπήρχαν εκείνα τα χρόνια, και που συγκροτούσαν την τότε πρώιμη Εκκλησία, πίστευαν σε γενικές γραμμές στο μεσσιανικό χαρακτήρα του Χριστού. Πίστευαν ότι πέθανε και αναστήθηκε για να σώσει τον κόσμο και ότι θα επανέρχονταν σύντομα, δηλαδή όσο ακόμη η γενιά τους βρίσκονταν εν ζωή, ως Δευτέρα Παρουσία για να αποκαταστήσει την αιώνια Βασιλεία του Θεού.

Είναι γεγονός κοινώς αποδεκτό πλέον από τους ιστορικούς, ότι ο Ιουδαϊσμός της εποχής είναι ένας μερικώς εξελληνισμένος Ιουδαϊσμός.

Το Ελληνικό πνεύμα είχε αρχίσει πραγματικά να διεισδύει στους Ιουδαίους. Οι αριστοκράτες της Παλαιστίνης, ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ., ήταν όλοι δίγλωσσοι, καθώς η ελληνική γλώσσα είχε εισβάλλει καθοριστικά. Το ίδιο το Ταλμούδ –το έργο που επηρέασε όσο κανένα άλλο την σκέψη και την γενικότερη διαμόρφωση του Ιουδαϊσμού– περιλαμβάνει 3.000 ελληνικές λέξεις και τα ονόματα που χρησιμοποιούνται είναι ελληνικά.

Στοιχείο ενδεικτικό της «εισβολής» του ελληνικού πνεύματος στον Ιουδαϊκό κόσμο, αποτελεί και το σχολείο για την μελέτη του Ομήρου στα Ιεροσόλυμα, ήδη από το 175 π.Χ. Ο Ναός των Ιεροσολύμων ήταν κατασκευασμένος σε ελληνική αρχιτεκτονική. Το βιβλίο Η Σοφία του Σολομώντα, έχει έκδηλο επηρεασμό από Έλληνες Στωικούς Φιλόσοφους, ως προς τον «λόγο» και από τον Πλάτωνα ως προς την αθανασία της ψυχής.

Οι Ιουδαίοι χρησιμοποιούσαν δύο γλώσσες: Ελληνικά και Αραμαϊκά.

Ο Απόστολος Παύλος στην επιστολή προς Κορινθίους Α αναφέρει: «Επειδή και Ιουδαίοι σημεία αιτούσιν, και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν». Προσέξτε τα δύο ρήματα που χρησιμοποιεί: για τους Έλληνες το «ζητώ», για τους Ιουδαίους το «αιτώ». Έτσι φανερώνεται η διαφορά στον τρόπο που οι δύο λαοί αντιμετωπίζουν την Ζωή, τον Κόσμο, τον Θεό. Οι Έλληνες ζητούν ενεργητικά. Πράττουν, ψάχνουν, παλεύουν για την αλήθεια, ερευνούν, κινούνται, βιώνουν. Οι Ιουδαίοι αιτούν παθητικά, κάθονται και περιμένουν την αποκάλυψη.

Οι Έλληνες αναγνώρισαν την Αλήθεια στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Επειδή την αναζήτησαν γιατί είχαν εκπαιδευτεί, ώστε να κατανοήσουν τον Θείο Λόγο άμεσα. Οι Έλληνες πίστευαν στην Ανάσταση και σε καμία περίπτωση δεν ισχύει το χοντροκομμένο ψέμα, ότι άκουσαν πρώτη φορά για Ανάσταση από τον Παύλο. Ο φιλόσοφος Εμπεδοκλής ανάστησε πολύ πριν από τον Χριστό, την νεκρή γυναίκα Πανθεία και αναλήφθηκε στους ουρανούς, μέσα σ’ ένα φως που τον σκέπασε.

Όποιος μελετήσει το κήρυγμα του Ιησού θα εκπλαγεί από την ομοιότητά του προς τις ελληνικές φιλοσοφικές και βιοθεωρητικές αντιλήψεις Γι’. αυτό και οι πρώτοι χριστιανοί απεικόνιζαν τον Ορφέα ως εσταυρωμένο και κατέτασσαν τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη μεταξύ των αγίων του.

Η χριστιανική ηθική προέρχεται από την ελληνική φιλοσοφία του Στωικισμού και από τις ακόμη προγενέστερες αντιλήψεις του Πλατωνισμού. «Καλύτερα να αδικηθείς παρά να αδικήσεις», είπε ο Σωκράτης. Η χριστιανική θεολογία ανευρίσκεται στον Πλωτίνο. Ο Παύλος στηρίζει την θεολογία του στις ελληνικές αντιλήψεις.

Είπε ο Απόστολος Παύλος στους Έλληνες όταν είδε τον Βωμό στον Άγνωστο Θεό: «Αυτόν που ευλαβείτε αν και τον αγνοείτε, Αυτόν θα σας αποκαλύψω». Και αυτό ακριβώς είναι που εκφράζει την ελληνική ψυχή: η ευλάβεια σ’ αυτό που αγνοεί και που όμως νιώθει πως την ξεπερνά. Δεν προσπαθεί να το προσεγγίσει με την διάνοια. Την διάνοια την χρησιμοποιεί και μεγαλουργεί σε θέματα εγκόσμια. Όταν πρόκειται για υπερβατικά θεία ζητήματα, ξέρει καλά ότι μπορεί να τα γνωρίσει με την ευλάβεια και την εσωτερική προσέγγιση.

Τελικά, όσα και να αναφερθούν και είναι πάρα πολλά για την ελληνικότητα, που εκφράζει η διδασκαλία του Χριστού, η Ιστορική Πραγματικότητα είναι καταλυτική. Διά μέσου των Ελλήνων και μόνον μεταδίδεται το μήνυμα του Χριστού σε όλο τον κόσμο και η έρευνα των προγόνων μας δικαιώθηκε μέσα από το «νυν πάντα πεπλήρωται φως».

Η ελληνική γλώσσα δημιουργημένη να εκφράζει ύψιστα θεία νοήματα, αρετές, φιλοσοφικούς στοχασμούς, αυτή η γλώσσα επελέχθη για να δώσει λόγο και υπόσταση στο ύψιστο θείο βίωμα της Χριστιανικής πίστης.

Η ονομασία Έλληνας δεν περιορίζεται στους κάτοικους ενός κράτους, αλλά αφορά κάθε θεία ψυχή σε όλον τον κόσμο, όπως ισχύει και για κάθε αληθινό χριστοφόρο πνεύμα.

Το Φως εκ της Ελλάδος διαχύθηκε στον κόσμο και γι’ αυτό ο Χριστός φανερώνοντας την Αλήθεια για τους Έλληνες είπε: «και εδόξασα και πάλιν δοξάσω». Όμως είναι η συνείδηση του ελληνικού πνεύματος που εξηγεί το χριστιανικό βίωμα της ψυχής ή μήπως είναι το βίωμα της ελληνικής ψυχής που συνειδητοποιείται μέσω του πνεύματος του Χριστού; Την απάντηση εδώ και το κλειδί μας δίνονται από τον Παύλο όταν αποκαλύπτει «πρώτα το ψυχικόν και μετά το πνευματικόν». Είναι η νομοτέλεια της εξέλιξης στη γη.

Ο Πυθαγόρας δίδαξε την «Τριμερή Φιλία», ήτοι την φιλία των θεών προς τους ανθρώπους, και των ανθρώπων προς τους θεούς και της φιλίας μεταξύ των ανθρώπων. Την τριμερή αλληλότητα της Αγάπης έκφρασε ο Χριστός με το «Αγαπάτε αλλήλους».

Στον κόσμο μας οι αλήθειες και οι αγάπες είναι πολλές, όπως και οι θρησκείες. Ποια αλήθεια και ποια αγάπη όμως πρεσβεύουμε; Για ποια αγάπη μιλάμε εμείς οι άνθρωποι; Μήπως γι’ αυτήν που ντρεπόμαστε ακόμα και να πούμε το όνομά της; Η απουσία της αγάπης δεν είναι που κρύβεται πίσω από την παγκόσμια μοναξιά, τη μελαγχολία και την κατάθλιψη;

Το μήνυμα αυτό του Χριστού και της εφαρμογής του Ύψιστου αυτού Νόμου της Αγάπης θα φανερωθεί αφού πρώτα ο άνθρωπος γνωρίσει τον εαυτό του. Δίχως το «Γνώθι σ’ αυτόν» δεν γίνεται εφικτή η ολοκλήρωση του «Αγαπάτε Αλλήλους», το «Μέτρον Άριστον» που έλεγαν οι πρόγονοί μας είναι η Αγάπη, διότι μόνον Αυτή πιστοποιεί την αληθινή έννοια της Δικαιοσύνης.

Το Ελληνικό Πνεύμα φανέρωσε το Πνεύμα του μέτρου και το Πνεύμα του Χριστού φανερώθηκε ως το ίδιο το μέτρο που δεν είναι ούτε να αγαπάς μόνο τον εαυτό σου, ούτε γενικά, αόριστα και βολικά ανεύθυνα τα πάντα. Το μέτρο είναι Αγαπάτε Αλλήλους και φανερώνεται έμπρακτα όταν αγαπάς όσους ανθρώπους συναναστρέφεσαι κάθε μέρα στη ζωή σου. Μέσα από το καθημερινό σου βίωμα η Αγάπη αρχίζει να επεκτείνεται από τα πάντα στα πάντα.

Προϋπόθεση για την αληθινή έκφραση της Αγάπης είναι το μέτρο και προϋπόθεση του μέτρου η αυτογνωσία, διότι το άριστο μέτρο για καθετί εφαρμόζεται μόνο όταν έχει διαμορφωθεί στο «Γνώθι σ’ αυτόν».

Για να μπορέσει ο άνθρωπος να αποκτήσει ταύτιση με τον εαυτό του και με την αγάπη θα πρέπει πρώτα να ξυπνήσει μέσα του εκείνα τα στοιχεία που φέρει ως Θείες παρακαταθήκες, να τα αναπτύξει και να τα συνθέσει φανερώνοντας την Αγάπη και την Ενότητα Ανθρώπου Θεού.

«Αγαπάτε Αλλήλους» είναι το Μήνυμα του Χριστού και είναι απεριόριστο, παγκόσμιο και αιώνιο. «Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν», ας μάθουμε να αγαπάμε τον πλησίον για να μάθουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας. Ας είναι ευλογημένος κάθε πλησίον που αναμένει μέσα του την γέννηση του Χριστού. Ας σκύψουμε ταπεινά το κεφάλι στον άνθρωπο που κατοικούμε μέσα του, στον άνθρωπο που θα γίνει Ναός να κατοικήσει ο Λόγος Χριστός. Όλοι μας γινόμαστε Ναός Του. Ας μοιράζουμε απλόχερα την Αγάπη παντού, ας αγκαλιάζουμε τα πάντα γιατί έτσι αγκαλιάζουμε τον Θεό Αγάπη και Αυτός αγκαλιάζει εμάς.

Κείμενο – Παρουσίαση κειμένου: Δέσποινα Μοίρου

 

Ο Ελληνικός Προχριστιανισμός

Πριν από τον Ορφέα και το ορφικό κίνημα του 6ου αι. π.Χ. η έννοια του Θεού θεωρείτο υπερβατική, μακριά από τους ανθρώπους. Το να θελήσει μάλιστα κάποιος να μοιάσει στους θεούς θεωρείτο «ύβρις». Οι ορφικοί μετέφεραν τον Θεό από «εκεί έξω» και τον τοποθέτησαν εντός του ανθρώπου. Τώρα πια ήταν στο χέρι του ανθρώπου να γίνει Ένα με τον Θεό. Έτσι οι άνθρωποι αποτελούνται, σύμφωνα με την ορφική ερμηνεία του 6ου αι. π.Χ., από δύο στοιχεία, το σωματικό/τιτανικό και το πνευματικό/διονυσιακό. Σκοπός των Ορφικών Μυστηρίων ήταν η ανάδειξη του διονυσιακού στοιχείου στον άνθρωπο και ο δρόμος επίτευξης του στόχου ήταν η κάθαρση από τα τιτανικά στοιχεία.

Κάθε μυστικισμός είναι ατομοκεντρισμός. Ο πρώτος χριστιανισμός είναι κοινωνία αγάπης προσώπων, η σωτηρία βρίσκεται στην κοινότητα, που γίνεται αγωγός Θείας Χάριτος. Ο ορφικός μυστικισμός ενδιαφέρεται για την ατομική σωτηρία, την σωτηρία του Εγώ και θεωρεί ότι ο διονυσιακός άνθρωπος μπορεί εξ ιδίων να απελευθερωθεί από τα τιτανικά δεσμά και να θεωθεί, ενώ στην Χριστιανική σκέψη απαιτείται και η Θεία Χάρις. «Συν Αθηνά και χείρα κίνει», υποδηλώνουν την πηγή της Αλήθειας του Λόγου.

Ο Χριστιανισμός απεικόνισε στις κατακόμβες του τον Εσταυρωμένο Ορφέα, ενώ ο Ορφεύς με την λύρα του απεικονίζεται πολλές φορές ως ο Καλός Ποιμήν στις χριστιανικές κατακόμβες παραπέμποντας φυσικά –δια του Δαυίδ– στον Χριστό. Ο Ορφεύς και οι Ορφικοί ξεπέρασαν κατά πολύ αυτή τη πολιτικοκοινωνική αλλαγή, διακηρύσσοντας ως θρησκευτική θεωρία την Αδελφότητα όλου του ανθρώπινου γένους.

Για μία ακόμα φορά τονίζουμε ότι μόνον οι επαΐοντες θα πρέπει μέσα από τα απόκρυφα των γράφων, τα ξεχασμένα στοιχεία, και τις παραδόσεις που χάνονται, να ανασύρουν, αψεγάδιαστη την αλήθεια, για να επουλωθούν επιτέλους οι πληγές και οι φθορές που προξένησαν στον ελληνογενή ανθρώπινο πολιτισμό, επί χιλιάδες χρόνια. Ίσως είναι η ώρα που πρέπει να κριθούν για τις πράξεις τους ζώντες και νεκροί, διότι η Δευτέρα Παρουσία του Ελληνισμού είναι μπροστά στις Πύλες της γνώσεως. Ας νιώσουμε για λίγο την Παγκόσμια Σιωπή, για να ακουστεί επιτέλους και να επικρατήσει για πάντα ο Λόγος της Αλήθειας!…

Μήπως το λεγόμενο «προπατορικό αμάρτημα» ήταν η εκτροπή του λόγου (ως νόηση και ομιλία) και απαγορευμένος καρπός η σύγκριση, ο δυισμός;

Η προσαρμογή στον Λόγο, προϋποθέτει ένα πράγματι δυσχερές έργο: την γνώση του. Γι’ αυτό ο Σωκράτης δηλώνει ότι «ουδείς εκών κακός». Το κακό πηγάζει από την άγνοια του Λόγου.

Η Γνώσις αποκλείει την άκριτη, χωρίς έρευνα και λογική πίστη. Ο αναζητών τον Λόγον πρέπει να έχει νου αποδεσμευμένο από δόγματα, προκαταλήψεις, αυθεντίες, κατεστημένες αντιλήψεις. Πρέπει να επιδίδεται σε ελεύθερη έρευνα. Άρα, να είναι ελεύθερος.

Εξελληνισμός σημαίνει εξανθρωπισμός. Όποιος δεν έχει ακόμα εξανθρωπιστεί δεν μπορεί να βαδίσει το δρόμο της Χριστοποίησης και της Θέωσης.

Για να ανακεφαλαιώσουμε και να συνοψίσουμε, η Αλήθεια ελευθερώνει από την άγνοια, την πλάνη και τη δουλεία. Τότε λέγεσαι Άνθρωπος. Εάν έλκεσαι από τις αρετές, το αγαθό, την Ελευθερία και την Αρμονία, εξανθρωπίζεσαι. Με αυτό το υπόβαθρο μπορεί να φτάσεις στο «Αγαπάτε Αλλήλους», τη Χριστοποίηση και τη Θέωση, την απώτατη ολοκλήρωση της ανθρώπινης περιορισμένης ύπαρξης, στην ίδια την αιώνια και αθάνατη ουσία της.

Ο Νίτσε βάζει ως ιδανικό του ανθρώπου τον υπεράνθρωπο, με τον οποίο συγκρίνει τον σημερινό άνθρωπο. Ο Ηράκλειτος βάζει ως ιδανικό του ανθρώπου τον Θεό. Ο υπεράνθρωπος για τους Αρχαιοέλληνες είχε ξεπεραστεί. Ο υπεράνθρωπος του Νίτσε είναι ο εις άριστος του Ηράκλειτου, ο οποίος ισοδυναμεί με δέκα χιλιάδες: «εις εμοί μύριοι, εάν άριστος η». Ο υπεράνθρωπος δεν είχε πλέον αξία στους Αρχαιοέλληνες, ο Έλληνας είχε αφήσει πίσω του τον υπεράνθρωπο και έτεινε προς τον Θεό. Ο Εμπεδοκλής λέει ευθέως στο προοίμιο του βιβλίου του Καθαρμοί, ότι είναι θεός: «χαίρετ’ εγώ δ’ υμίν θεός άμβροτος ουκέτι θνητός» (απόσπ. 112) και ότι δεν είναι θνητός.

Η ιδέα του ιστορικού Θεανθρώπου γεννήθηκε με την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου. Η μόνη αναζήτηση μετά το 323 π.Χ.ήταν ο Θεάνθρωπος ως μεσολαβητής και αποκαλυπτικός θεός. Η ιδέα προωθήθηκε στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή από τους επιγόνους του Μ. Αλεξάνδρου και τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, οι οποίοι παρουσίαζαν τους εαυτούς τους ως αποκαλυπτικούς θεούς-σωτήρες για πολιτικούς λόγους.

Τότε είχαν καταβληθεί έντονες προσπάθειες από τους λαούς της Ανατολής, που δεν είχαν καμία σχέση με την ελληνική σκέψη, να αποκοπεί κάθε σύνδεση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας με τον χριστιανι­σμό. Η ζωή και οι περιπέτειες του αρχικά νεοπλατωνικού και μετέπειτα χριστιανού Ωριγένη, αποκαλύπτουν τα τεράστια παιχνίδια που παίχτηκαν για να αποτραπεί η οποιαδήποτε σύγκλιση των δύο μεγάλων ρευμάτων. Πρωταρχικό ρόλο για το διαχωρισμό Ελληνισμού-Χριστιανισμού έπαιξαν οι Ιουδαίοι.

Η διδασκαλία του Χριστού, όπως τη δίδαξε ο Ιησούς είναι παγκόσμια. Σε αντίθεση με το Ιουδαϊκό πνεύμα, δεν διαχωρίζει τους ανθρώπους σε άνδρες, γυναίκες, φτωχούς, πλούσιους, άσπρους, μαύρους, κίτρινους, κόκκινους. Για τον Χριστιανισμό υπάρχουν μόνο πολίτες Θεού με ίσα δικαιώματα και ευθύνες. Με τον τρόπο αυτό η ιδέα του Χριστού ταυτίζεται απόλυτα με την πιο προηγμένη Ελληνική φιλοσοφική Ιδέα της Δημοκρατίας. Ο Ιησούς μπορεί να γεννήθηκε εκτός του φυσικού Ελληνικού χώρου της εποχής του, αλλά συμμετείχε της Ελληνικής σκέψης και παιδείας του ελληνιστικού κόσμου που άφησε ο Αλέξανδρος και οι επίγονοί του. Έτσι ο Χριστός εξέφραζε με τον πιο αυθεντικό τρόπο τα πιο ευγενικά Ελληνικά ιδανικά. Δημοκρατία, παγκοσμιότητα των ιδεών, ανεκτικότητα, σεβασμός στον πλησίον, ελευθερία σκέψης και έκφρασης.

Η αποσιώπηση όλων των προηγουμένων, μπορεί πολλές φορές, να θεωρηθεί ως εσκεμμένη. Σκοπός αυτής της παραχάραξης του δόγματος του Χριστού είναι η διατήρηση των ισορροπιών στους κόλπους των διοικητικών δομών της Εκκλησίας της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του Θεοδοσίου.

Όμως ο Ιησούς έκανε ακόμα μία εκπληκτική τομή για την εποχή του, την οποία δεν αναδεικνύουν οι Θεολόγοι οι οποίοι υποτίθεται ότι υπηρετούν και προάγουν το δόγμα Του.

Μέχρι εκείνη την στιγμή, τα ιερατεία όλων των πολιτισμών διατηρούσαν υπό τον έλεγχό τους και τους τρεις πολιτισμικούς πυλώνες, τον πυλώνα της εσωτερικής φιλοσοφίας, τον πυλώνα της επιστημονικής κοσμοθεωρίας, και τον πυλώνα της κοινωνικής φιλοσοφίας. Με τον τρόπο αυτό ήλεγχαν τόσο τις θρησκευτικές, όσο και τις επιστημονικές και πολιτικές δομές της κοινωνίας.

Τα ιερατεία αποτελούσαν τους εκπροσώπους των Θεών ή του Θεού επί της Γης, συγχρόνως όμως ήταν οι επιστήμονες και οι νομοθέτες.

Ο Ιησούς με τη διδασκαλία του, μέσω συνοπτικών διαδικασιών έκανε μια επαναστατική τομή. Ξεχώρισε τους τρεις αυτούς πυλώνες διατυπώνοντας την άποψη ότι η θεολογία και ο Θεός απηχούν μόνο την έκφραση της ψυχής, του πνεύματος και του θείου. Συγχρόνως ένωσε το δόγμα Του με αυτό της κλασσικής Ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης, δομώντας έτσι έναν ελληνιστικό χριστιανικό δόγμα.

Συγχρόνως ξεχώρισε την νέα Θρησκεία από τις διοικητικές και κρατικές δομές του πυλώνα του κοινωνικού συστήματος, αλλά και από τον πυλώνα της εφαρμοσμένης επιστημονικής διαδικασίας. Ξεχωρίζει δηλαδή τους τρεις αυτούς πολιτισμικούς πυλώνες κρατώντας για την θρησκεία Του, τον έλεγχο του πυλώνα που θεραπεύει την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου.

Όμως η μεγάλη αυτή τομή είχε ήδη θεμελιωθεί στα πλαίσια της ελληνικής φιλοσοφίας.

Έτσι μπορούμε να υποστηρίξουμε χωρίς φόβο ότι ο Χριστός εκφράζει εμμέσως, αλλά σαφώς, ένα βαθύ ελληνιστικό πνεύμα.

Μην ξεχνάμε ότι στην Αρχαία Ελλάδα, την εποχή των Αθηνών και της Δημοκρατίας, η Δημοκρατία σεβόταν τους θεούς αλλά λειτουργούσε κάτω από την ηγεσία του Δήμου των Αθηναίων και όχι κάτω από την επίβλεψη των θρησκευτικών ιερατείων.

Ομοίως, όταν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, και γενικά οι θετικοί επιστήμονες, δημιουργούσαν την επιστήμη, δεν υποτάσσονταν στα κελεύσματα κανενός ιερατείου. Το ιερατείο είχε ως βασική του αποστολή τον εσωτερισμό των ανθρώπων καλύπτοντας ψυχολογικά και ανθρώπινα κενά εκείνες τις εποχές, Οι όποιες παρεκτροπές και κοινωνικοπολιτικές παρεμβάσεις των Ελληνικών ιερατείων αποτελούσαν την εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα.

Ουδέποτε Ιουδαίος απεκάλεσε τον Θεόν, πατέρα όπως ο Ιησούς. Διότι για τους Ιουδαίους ο Γιαχβέ είναι μονάρχης, ζηλότυπος και αυθαίρετος, Κύριος όχι πατέρας. Ένας Εβραίος θα θεωρούσε ύβριν την προσφώνηση «πατέρα» για τον Θεό. Και ο Ιησούς αποκαλεί τον Θεό «Πάτερ ημών» και όχι «Πάτερ μου» που σημαίνει ότι τον βλέπει πατέρα όλων των ανθρώπων, όπως οι Έλληνες.

Ο Θεός είναι Πατέρας καλός και αγαθός, όπως στους Έλληνες, ενώ για τους Ιουδαίους είναι «Κύριος», ουδέποτε Ιουδαίος αποκαλεί τον Θεόν Πατέρα.

Η ιδέα του Θεού-ποιμένος και του ανθρωπίνου-ποιμνίου δεν είναι χριστιανική, όπως νομίζουν αρκετοί από τους επικριτές της. Ανήκει στον Πλάτωνα, κατά τον οποίον ο Θεός είναι ποιμήν μας και εμείς, οι άνθρωποι, το ποίμνιόν του («Φαίδων» 62).

«Όσα νεμεσείς τω πλησίον αυτός μη ποίει» (Πιττακός).

Ιησούς: «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν αυτοίς» (Ματθ. Ζ΄ 12).

Έλληνες: «αγαθόν ου το μη αδικείν, αλλά το μη εθέλειν» (Δημόκριτος).

Ιησούς: «Αμαρτίαν συνιστά όχι μόνον η άδικος πράξεις, αλλά και οι σκέψεις προς διάπραξήν της».

Έλληνες: «η βασιλεία ημών ένδοξος είναι δουλεία» (Αντίοχος).

Ιησούς: «αλλ’ ος εάν θέλει γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ως εάν θέλει υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος» (Μαρκ. Ι΄ 43-45).

Ο Ιησούς δίδαξε ότι αμαρτία συνιστά όχι μόνο η άδικη πράξη, αλλά και η σκέψη προς διάπραξη της. Ήδη, ο Θαλής είχε πει ότι οι θεοί διαβλέπουν την σκέψη μιας αδίκου πράξεως και ο Δημόκριτος είχε πει «αγαθόν ου το μη αδικείν, αλλά το μη εθέλειν».

Ο Ιησούς «Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες δια δικαιοσύνη». Ο Θρασύμαχος είχε πει «η δικαιοσύνη είναι η πιο σπουδαία αρετή». Άλλωστε στους Έλληνες η Δικαιοσύνη είχε πρωταρχική θέση. Την έθεταν υπεράνω της Αγάπης, διότι η τελευταία μπορεί να επιφέρει αδικίες [λ.χ. όταν αγαπάς ένα παιδί σου περισσότερο από τα άλλα, όταν επιτρέπεις τα πάντα σ’ αυτό που αγαπάς].

Ο Ιησούς κατάγεται από την ελληνιστική Ναζαρέτ της ελληνογενούς Γαλιλαίας, που βρίσκεται στην Μακεδονική Δεκάπολη. Ως εκ τούτου, μεγάλωσε με τα διδάγματα των Ελλήνων φιλοσόφων και η ελληνική του παιδεία καθιστά το κήρυγμά Του, όχι μόνο ελληνικό ως προς την γλώσσα που χρησιμοποιεί αλλά και ως προς το πνεύμα, που μεταφέρει.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: — Η γνώση είναι το ύστατο αγαθό μας.

ΧΡΙΣΤΟΣ: «Γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. 8, 32).

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: — Η παιδεία, σαν μια εύφορη χώρα, δίνει όλα τα αγαθά.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: — Τας μεν πόλεις αναθήμασι, τας δε ψυχάς μαθήμασι δει κοσμείν. (Τις μεν πόλεις πρέπει να στολίζουμε με αφιερώματα, τις δε ψυχές με μαθήματα (γνώσεις).

ΧΡΙΣΤΟΣ: «Ερευνάτε τας γραφάς ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν» και εκείναι εισιν αι μαρτυρούσαι περί εμού» (Ιω. 5, 39).

Κατά τους Έλληνες, ο θείος (φυσικός, άγραφος) νόμος υπερέχει του ανθρωπίνου (θετού, γραπτού, νομοθετημένου). Αυτό διακηρύσσει ανά τους αιώνας ο Σοφοκλής με την «Αντιγόνη» του.

Τον χαρακτηρίζει η ελληνική ειλικρίνεια. Αποκαλεί τα πράγματα με το όνομά τους (οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι είναι υποκριτές). Τούτο έρχεται σε αντίθεση προς την εβραϊκή συμπεριφορά. Όλοι οι Εβραίοι «ήρωες» χρησιμοποιούν τον ελιγμό, την «διπλωματία», την απόκρυψη της αλήθειας (Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, Δαυίδ κ.ο.κ.).

Ο Ιησούς συνδυάζει λογική – αποκάλυψη – εμπειρία, αποφεύγοντας την μονομέρεια που οδηγεί στους σκοπέλους του δυτικού ρασιοναλισμού, του (εβραϊκού) δογματισμού και του (ανατολίτικου) μυστικισμού. Είναι συνθετικός όπως οι Έλληνες. Και ελεύθερος όπως αυτοί.

Ο απροκατάληπτος μελετητής των δύο «Διαθηκών» δεν μπορεί παρά να συμπεράνει ότι Ιουδαϊσμός και Χριστιανισμός δεν αποτελούν εκφάνσεις μιας πίστεως, αλλά δύο εντελώς διαφορετικές θρησκείες, που είναι αδύνατον να εναρμονισθούν.

 

Ελληνικό ύφος, ιδέες και εκφράσεις

Ο Ιησούς χρησιμοποιεί:

Τον παραβολικό λόγο, όπως σημειώνει ο Αριστοτέλης για τον Σωκράτη («Ρητορική» 8, 20, 139b, 3-8).

Τις μεταφορές, όπως ο Πλάτων.

Την αναλογική μέθοδο, όπως ο Αριστοτέλης.

Την αλληγορία, όπως ο Πλάτων.

Παρομοιώσεις όμοιες με των Ελλήνων.

Κατά τον Ξενοφώντα, ο Σωκράτης, για να πείσει ότι το αόρατο (όπως ο Θεός) δεν είναι ανύπαρκτο, αλλά γίνεται αντιληπτό από τις ενέργειές του, λέγει ότι ο άνεμος λ.χ. είναι αόρατος, αλλά την ύπαρξή του την αισθανόμαστε. Και η ψυχή μας είναι αόρατη, αλλά αισθανόμαστε την ύπαρξή της και την μετοχή της στο Θείον («Απομνημονεύματα»).

Το ίδιο παράδειγμα φέρνει ο Ιησούς (Ιωαν, γ΄ 8).

Την σωκρατική-πλατωνική μαιευτική, προσπαθώντας με συνεχείς ερωτήσεις να οδηγήσει τον συνομιλητή του να βρει ο ίδιος την αλήθεια που υπάρχει εντός του, αλλά την αγνοεί. Ερωτά τους αρχιερείς: «το βάπτισμα (του Ιωάννου) ήταν εκ Θεού ή εξ ανθρώπων;». και τους αναγκάζει να ομολογήσουν την άγνοιά τους (Λουκ. Κ΄ 1-8).

Έλληνες: «μη μνησικακείν Αθηναίοις» (Φωκίων, για τους Αθηναίους που τον κατεδίκασαν, πίνοντας το κώνειο, 318 π.Χ.).

Ιησούς: «Άφες αυτοίς. Ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν».

Ιησούς: «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω» (Μτ. ΙΑ΄ 15).

Σοφοκλής: «άκουε αν ους έχων» (C 674).

Ιησούς: «άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς» (Μτ. Η΄ 22).

Ηράκλειτος: «νέκυες γαρ κοπρίων εκβλητότεροι» (απ. 96).

Ιησούς: «… πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν… στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Μτ. Ζ΄ 13).

Πρόδικος: «… χαλεπήν και μακράν την οδόν επί τας σωφροσύνας… ραδίαν και βραχείαν οδόν επί ευδαιμονίαν» («Ώραι»).

Ιησούς: «άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με… των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του Θεού» (Μρ. Ι΄ 14).

Ηράκλειτος: «παιδός η βασιληίη» (απ. 52).

Ιησούς: «βλέποντες μη βλέπωσι και ακούοντες μη ακούωσι» (Μτ. ΙΓ΄ 13).

Πλούταρχος: «οράν και μη οράν και ακούοντες μη ακούειν» («Περί παίδων εκπαιδεύσεως» 13e).

Για τον Παύλο οι Εβραίοι «φάσκουσιν αυτόν είναι Έλληνα» (Επιφ. «Αιρ.» 30, 16). Οι συνεργάτες του είναι Έλληνες (Τιμόθεος, Τίτος, Λουκάς, κ.α.).

Ο Ιωάννης γράφει το Ευαγγέλιό του στην Έφεσο, πατρίδα του Ηρακλείτου, «προφήτη του Λόγου». Ο Λουκάς συγγράφει το δικό του στην Βοιωτία και στην Αχαΐα. Ο Παύλος κηρύττει βασικώς στις ελληνικές περιοχές και οι «Επιστολές» του απευθύνονται σε κατοίκους των.

Την εποχή του Χριστού στην Παλαιστίνη ζούσαν 500.000 περίπου Εβραίοι, ενώ οι ελληνικοί πληθυσμοί περιλάμβαναν περίπου 3.000.000. Το 640 μ.Χ. όταν η Παλαιστίνη κατακτήθηκε απ΄ τους Άραβες, στη διασπορά ζούσαν περίπου 4.000.000, εκ των οποίων 1.000.000 στην Αλεξάνδρεια. Στην Καισάρεια οι Έλληνες ήταν 700.000 και οι Ιουδαίοι 200.000. Η ελληνική Πεντάπολις αποτελείτο αρχικά από τις πόλεις Γεθ, Γάζα, Ασκαλόρ, Άζοδος, Εκρών. Η λεγόμενη ελληνική Δεκάπολις όπως αναφέρει ο Πλίνιος ήταν η Δαμασκός, Φιλαδέλφεια, Ραφάνα, Σκιθόπολις, Ίππος, Δίον, Πέλα, Γέρασα, Κανάφα, ενώ ο Πτολεμαίος τις ανεβάζει στις 18: Ηλιούπολις, Άβιλα, Σοάνα, Ίνα, Δαμασκός, Σαμουλίς, Άβελα, Βατανέας, Ίππος, Καπιτολιάς, Γάδδαρα, Άδρα, Σκιθόπολις, Γέρασα, Πέλα, Δίον, Γάδαρα, Φιλαδέλφεια, Κανάφα.

Πάνω από 40 φορές στα ευαγγέλια ο Χριστός διαχωρίζει την καταγωγή του και την εθνικότητά του από τους Εβραίους λέγοντας: «Εσείς, η γενιά σας, ο λαός σας, οι προγόνοι σας, οι πατέρες σας, οι προφήτες σας, οι νόμοι σας, ο θεός σας» κάνοντας ξεκάθαρο ότι δεν είναι Εβραίος, όπως και στο κατά Μάρκο ΙΒ΄, 35-37: «Πώς λέγουν οι γραμματείς ότι το Χριστός υιός Δαυίδ εστί; πόθεν υιός αυτού εστί;» και στο κατά Ματθαίο ΚΒ΄, 41-56, ο Χριστός ρωτάει τους συγκεντρωμένους Φαρισαίους: «Τι νομίζετε περί του Χριστού, τίνος απόγονος είναι;». Οι Εβραίοι απαντούν: «Του Δαυίδ». Και λέει ο Χριστός σ΄ αυτούς: «Πώς είμαι απόγονος του Δαυίδ, αφού αυτός με αποκαλεί Κύριό του;», όπως πράγματι ήτανε γραμμένο στους ψαλμούς του Δαυίδ και στο κατά Ιωάννη Ζ΄, 28.

Κατά Ιωάννη Ι΄, 1-27: «Νομίζετε δια τον εαυτόν σας, ότι είσθε οι ανεγνωρισμένοι οδηγοί και διδάσκαλοι του Ισραήλ. Σας διαβεβαιώ όμως εν πάση αληθεία, ότι είσθε εκμεταλλευταί του ποιμνίου και κλέπται των προβάτων.

Τέτοιοι μισθωτοί είσθε και σεις, οι σημερινοί λειτουργοί του ιερού και οι νομοδιδάσκαλοι, που μόνον δια τα πρόσκαιρα οφέλη έχετε προσκολληθεί εις το ποίμνιον του Θεού, το οποίον επιβουλεύεται ως άλλος λύκος ο διάβολος, καθώς και όλοι όσοι γίνονται όργανά του.

Λέγει ο Ιησούς « ει εκ του κόσμου τούτου η βασιλεία η εμή, οι υπηρέται αν οι εμοί ηγωνίζοντο, ίνα μη παραδοθώ τοις Ιουδαίοις…» [Ιωαν. ΙΗ,36]. Ένας Ιουδαίος θα έλεγε «για να μη παραδοθώ στους Ιουδαίους»; Εάν ένοιωθε Ιουδαίος θα έλεγε «για να μην παραδοθώ στους εχθρούς μου», αλλά ποτέ «στους Ιουδαίους». Ο Ιουδαίος πιστός όφειλε να παντρευτεί και να τεκνοποιήσει ως τα τριάντα του, πράγμα που ο Ιησούς δεν έπραξε.

O Iουδαισμός διακρίνει τις τροφές σε «καθαρές» και «ακάθαρτες», διάκρισης ή οποία εξακολουθεί να ισχύει και να εφαρμόζεται από τους πιστούς του. Ο Ιησούς δηλώνει «μολύνει τον άνθρωπο όχι το εισερχόμενο, αλλά το εξερχόμενο του στόματος του» (Μαρκ. 7). Και εδώ υποθέτει την Ελληνική αντίληψη ότι όλα τα πράγματα του κόσμου είναι καλά και γίνονται κακά μόνο όταν ο άνθρωπος αρνηθεί το καλό.

Κατά τον Ιουδαϊσμό οι φτωχοί, είναι άνθρωποι τιμωρούμενοι από τον Θεό, έχουν χάσει την εύνοια του. Ο πλούτος είναι ανταμοιβή της αρετής. [η αντίληψις αυτή επιβιώνει στον Προτεσταντισμό, την θρησκεία του καπιταλισμού]. Ο Ιησούς αντιτάσσεται σ’ αυτήν την άποψη εγκωμιάζοντας τους φτωχούς και κατακεραυνώνοντας τους πλουσίους των οποίων την είσοδο εις την «βασιλεία του Θεού» θεωρεί εξόχως δυσχερή. Ο Γιαχβέ δεν είναι πατέρας. Είναι θεός αυταρχικός, ζηλότυπος, εκδικητικός, θυμώδης, οργίλος. Η σχέση ανθρώπου – Θεού κατά την Ε.Β. δεν είναι υιού – πατρός, αλλά υπακοής. Ο Θεός που ο Ιησούς είναι όπως ο Ορφικός και των Ελλήνων φιλοσόφων πατήρ αγαθός, στοργικός, ελεήμων.

Οι Ιουδαίοι δεν πίστευαν στην αθανασία της ψυχής. Εξαίρεση αποτελούσαν οι Εσσαίοι για τους οποίους ο Ιωσήπος αναφέρει ως «ομοδοξούντας παισίν Ελλήνων» επειδή πρέσβευαν αυτήν την αθανασία. Ο Ματθαίος [22] ο Μάρκος [12. 18-27] και οι «Πράξεις» [23.7] αναφέρουν ότι οι Σαδδουκαίοι λοιδορούσαν τον Ιησού επειδή κήρυττε την ανάσταση των νεκρών, ενώ κατ’ αυτούς δεν υπήρχε ψυχή. Και επειδή θεωρούν, την διδασκαλία περί αναστάσεως ως ελληνικής προελεύσεως του λένε «Εις την διασποράν των Ελλήνων πορεύεσθαι και διδάσκειν τους Ελληνας»[Ιωαν. 7.35].

Ο Ιησούς λέγει «εάν γυνή απολύσασα τον άνδρα αυτής παντρευτεί άλλον, μοιχάται». [Μαρκ. 10.12]. Όμως, στους Εβραίους η γυναίκα δεν μπορούσε να «απολύσει» [=διαζευχθεί] τον σύζυγο της. Το διαζύγιο ήταν προνόμιο του ανδρός. Αντιθέτως στους Έλληνες και Ελληνίζοντες η γυναίκα μπορούσε να ζητήσει διαζύγιο. Άρα ο Χριστός ή δεν απευθύνεται σε Ιουδαίους ή αγνοεί τους νόμους τους.

 

Κείμενο – Παρουσίαση κειμένου: Μιχάλης Οκταποδάς

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.